Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Γιαγιά, πες μας ένα παραμύθι...



Μπήκε ο Νοέμβρης, τα πρώτα χιόνια έπεσαν και στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα με το αναμένο τζάκι, τη γιαγιά και τα εγγόνια μαζεμένα τριγύρω και το παραμύθι να ξετυλίγεται. 

Εμείς δεν μεγαλώσαμε με τη γιαγιά μας. Εκείνη στην Κόνιτσα κι εμείς στην Αθήνα, την βλέπαμε Πάσχα ή καλοκαίρι όταν τύχαινε να πάρουμε τον ανήφορο. Ήταν και δύσκολα χρόνια, ψυχροπολεμικά, η μικρή κωμόπολη βρίσκονταν στην παραμεθόριο, δίπλα στα σύνορα και χρειαζόταν ολόκληρη διαδικασία για να ταξιδέψεις έστω και λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από τα Γιάννενα. 


Η γιαγιά μου δεν ήταν από μια άποψη, η κλασσική εικόνα της γιαγιάς με τα παραμύθια. Προτιμούσε να μου λέει μύθους του Αισώπου και τις περιπέτειες του Οδυσσέα κι από κείνην έμαθα όλο το θρήνο της Μ. Παρασκευής γιατί επέμενε να το γράψω όσο ακόμα το θυμόταν. Δυστυχώς την έχασα νωρίς κι αυτός είναι ένας λόγος που με κάνει να λυπάμαι για όσα δεν πρόλαβε να μου μάθει.


Αλλά ας πάρω την ιστορία από την αρχή.


Η γιαγιά μου λοιπόν, ήταν Ηπειρώτισσα, από την Κόνιτσα. Γεννήθηκε το 1904, όταν ακόμη η περιοχή ήταν τουρκοκρατούμενη, σε μια ήδη πολύτεκνη οικογένεια, που συνολικά έφτασε στα 13 παιδιά.  Παρ' όλα αυτά υπήρχε οικονομική άνεση κι έτσι τα περισσότερα παιδιά σπούδασαν, ακόμη και τα κορίτσια, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής. Μετά την απελευθέρωση λοιπόν, το 1913, το Ελληνικό Κράτος επειδή είχε ανάγκη να στελεχώσει τα Δημοτικά σχολεία της περιοχής, έδινε το δικαίωμα στους απόφοιτους του Σχολαρχείου, κάτι σαν το σημερινό Γυμνάσιο, να εργαστούν σαν δάσκαλοι για να στηρίξουν την Ελληνική Γλώσσα. Όνειρο λοιπόν και διακαής πόθος της γιαγιάς μου ήταν να γίνει δασκάλα.


Όμως, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, ενώ δεν ήταν κακό για ένα κορίτσι να μορφώνεται, υπήρχαν αντιρρήσεις στο να δουλέψει έξω από το σπίτι, έστω και σε μια τόσο αξιοσέβαστη θέση, όπως αυτή της δασκάλας. Η θέση της γυναίκας ήταν στο νοικοκυριό και δίπλα στον άντρα της και στα παιδιά της. Έτσι την πάντρεψαν νωρίς - νωρίς, κι αντί να σπείρει τη γνώση στα σχολεία, βρέθηκε να σπέρνει καλαμπόκι στα χωράφια, μαζί με τον παπού μου.


Η μόρφωσή της όμως και το κοφτερό μυαλό της την βοήθησαν και την γλύτωσαν από πολλές δύσκολες καταστάσεις, ειδικά στην περίοδο του πολέμου και της Κατοχής και είχε το σεβασμό όλων των συγχωριανών της.

Φρόντισε μάλιστα να πάρουν τα περισσότερα από τα παιδιά της Αρχαία Ελληνικά ονόματα, κι έτσι ζούσε μέσα σε μια οικογένεια όπου ο Σωκράτης, ο Αριστοκλής και η Ιφιγένεια είχαν καθημερινά τη θέση τους στο φτωχικό τραπέζι. 

Η αγάπη της για τα γράμματα πέρασε στα παιδιά της, που κι αυτά όμως έτυχε να ζήσουν σε δύσκολους για την Ελλάδα καιρούς, κι έπρεπε αντί να σπουδάσουν, να μπουν γρήγορα στον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση.
 
Αυτή η γιαγιά, που έμαθα να την θαυμάζω μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα μου, αυτήν λοιπόν ήταν για μένα πρότυπο και ιδανικό. Κι αν σήμερα, είμαι η μόνη στην οικογένεια που ασκώ το επάγγελμα της δασκάλας, το χρωστάω εν μέρει σ' εκείνη. Έκανα πρώτα το δικό της όνειρο, δικό μου, και μετά το έκανα πραγματικότητα. 

Ελπίζω να είναι ευχαριστημένη από εκεί ψηλά που με κοιτάζει, παρέα με το Σωκράτη, τον Αριστοκλή και την Ιφιγένεια.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου