Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Το "γλυκό κυδώνη" της μαμάς

Είναι η πρώτη μου ανάμνηση από γλυκό του κουταλιού. Το γυάλινο βάζο με το κόκκινο γλυκό, το απαραίτητο κέρασμα σε κάθε επίσκεψη. Σερβιρισμένο σε μικρό πιατάκι του γλυκού πάνω στο πλεχτό ή κεντητό σεμέν, στον ασημένιο δίσκο, δίπλα στο "καλό" ποτήρι γεμάτο με νερό. Κι έπρεπε να έχεις μάτι εκπαιδευμένο στο σερβίρισμα, να βάζεις τη σωστή ποσότητα, ούτε λειψό και τσιγκούνικο αλλά ούτε ξεχειλισμένο να τρέχουν τα σιρόπια.

Συντηρημένο καλά στη ζάχαρη του, έβγαζε ασπροπρόσωπες τις νοικοκυρές σε όλες τις περιστάσεις. Και τον υπόλοιπο καιρό, το βάζο έμενε κλειδωμένο στο ντουλάπι για να γλυτώνει από τις λιχούδικες επιδρομές μικρών και μεγάλων.

Για χρόνια ολόκληρα μετά το γάμο μου δεν είχε χρειαστεί να το φτιάξω μόνη μου. Δεν ήξερα ούτε καν πότε γίνονταν τα κυδώνια. Η μανούλα μου φρόντιζε να με εφοδιάζει τακτικά. Όταν την έχασα, το γλυκό ήταν το τελευταίο πράγμα που είχα μέσα στο μυαλό μου. Κι όμως, εκεί που έκανα το καθάρισμα στο παλιό σπίτι, βρήκα το χαρτάκι με τη συνταγή.
Τα περίεργα μακρόστενα γράμματά της με την αναλογία και με λακωνικές οδηγίες πάνω σε ένα σχισμένο κομάτι από τετράδιο.
Από όλα τα πράγματα που άφησε πίσω της, αυτό το χαρτάκι είναι το μόνο που μου τη θυμίζει πιο έντονα. Να λοιπόν και η συνταγή όπως τη βρήκα:

"- 1 κιλό καθαρισμένο κυδώνη
- 1 κιλό ζάχαρη
- 1 1/2 φλιτζάνη νερό
- 1 κλωνάρι αρμπαρόριζα

Κόβουμε το κυδώνη σε μικρά κομμάτια. Τα βάζουμε με ζάχαρη στην κατσαρόλα. Αφήνουμε όλη τη νύχτα. Ρίχνουμε το νερό, την αρμπαρόριζα και βράζουμε. Ξαφρίζουμε τη ζάχαρη. Όταν δέσει, ρίχνουμε ένα κουταλάκι λεμόνι."

Προσπαθώ να φτιάχνω κάθε χρόνο αλλά είναι πολύ μπελαλίδικο, μιας και τα κυδώνια είναι σκληρά και είναι δύσκολο να τα ψιλοκόψεις. Επίσης σε μένα δεν γίνεται ποτέ κόκκινο αλλά κεχριμπαρένιο. Ούτε το προσφέρω σαν κέρασμα, δεν προλαβαίνω. Βλέπετε τώρα πια δεν κλειδώνουμε τα γλυκά στο ντουλάπι κι έτσι εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ.

Θα συνεχίσω και με άλλες αγαπημένες συνταγές αργότερα. Καληνύχτα και να θυμάστε τις μανούλες σας...


Γλυκόπικρη αίσθηση

Κάθε μέρα που περνά ακουμπάει πάνω μου η σκόνη του χρόνου. Κάθε μέρα που περνά γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ανασύρω μνήμες που κάποτε ήταν τόσο ζωντανές.  Μνήμες που άφησαν πίσω τους μια γλυκόπικρη αίσθηση και ένα μικρό χαμόγελο να τις συνοδεύει. Άνθρωποι που πέρασαν, εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, ακούσματα.
 Κρυμένες μέσα στα συρτάρια οι μνήμες. Κάτω από μια πετσέτα βρίσκω το πλεχτό σεμέν της μαμάς, στο βάθος του κομοδίνου μια φωτογραφία από μια παλιά εκδρομή στα Μετέωρα και πίσω από τη θήκη με τα μαχαιροπήρουνα, ένα μικρό χαρτάκι με τον περίεργο χαρακτήρα της μανούλας μου και τις αναλογίες για "γλυκό κυδώνη".
Κι έρχονται όλα ξανά στο νου σαν χείμαρρος που με κατακλύζει.
Όλα αυτά λοιπόν, που θέλω να θυμάμαι με πολλή αγάπη, νοσταλγία και στρογγυλεμένες γωνίες από το πέρασμα του χρόνου, όλα αυτά θέλω να γράψω εδώ. Και να περάσω καλά. Κι όποιος θέλει να τα διαβάσει, ευπρόσδεκτος.