Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Γιαγιά, πες μας ένα παραμύθι...



Μπήκε ο Νοέμβρης, τα πρώτα χιόνια έπεσαν και στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα με το αναμένο τζάκι, τη γιαγιά και τα εγγόνια μαζεμένα τριγύρω και το παραμύθι να ξετυλίγεται. 

Εμείς δεν μεγαλώσαμε με τη γιαγιά μας. Εκείνη στην Κόνιτσα κι εμείς στην Αθήνα, την βλέπαμε Πάσχα ή καλοκαίρι όταν τύχαινε να πάρουμε τον ανήφορο. Ήταν και δύσκολα χρόνια, ψυχροπολεμικά, η μικρή κωμόπολη βρίσκονταν στην παραμεθόριο, δίπλα στα σύνορα και χρειαζόταν ολόκληρη διαδικασία για να ταξιδέψεις έστω και λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από τα Γιάννενα. 


Η γιαγιά μου δεν ήταν από μια άποψη, η κλασσική εικόνα της γιαγιάς με τα παραμύθια. Προτιμούσε να μου λέει μύθους του Αισώπου και τις περιπέτειες του Οδυσσέα κι από κείνην έμαθα όλο το θρήνο της Μ. Παρασκευής γιατί επέμενε να το γράψω όσο ακόμα το θυμόταν. Δυστυχώς την έχασα νωρίς κι αυτός είναι ένας λόγος που με κάνει να λυπάμαι για όσα δεν πρόλαβε να μου μάθει.


Αλλά ας πάρω την ιστορία από την αρχή.


Η γιαγιά μου λοιπόν, ήταν Ηπειρώτισσα, από την Κόνιτσα. Γεννήθηκε το 1904, όταν ακόμη η περιοχή ήταν τουρκοκρατούμενη, σε μια ήδη πολύτεκνη οικογένεια, που συνολικά έφτασε στα 13 παιδιά.  Παρ' όλα αυτά υπήρχε οικονομική άνεση κι έτσι τα περισσότερα παιδιά σπούδασαν, ακόμη και τα κορίτσια, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής. Μετά την απελευθέρωση λοιπόν, το 1913, το Ελληνικό Κράτος επειδή είχε ανάγκη να στελεχώσει τα Δημοτικά σχολεία της περιοχής, έδινε το δικαίωμα στους απόφοιτους του Σχολαρχείου, κάτι σαν το σημερινό Γυμνάσιο, να εργαστούν σαν δάσκαλοι για να στηρίξουν την Ελληνική Γλώσσα. Όνειρο λοιπόν και διακαής πόθος της γιαγιάς μου ήταν να γίνει δασκάλα.


Όμως, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, ενώ δεν ήταν κακό για ένα κορίτσι να μορφώνεται, υπήρχαν αντιρρήσεις στο να δουλέψει έξω από το σπίτι, έστω και σε μια τόσο αξιοσέβαστη θέση, όπως αυτή της δασκάλας. Η θέση της γυναίκας ήταν στο νοικοκυριό και δίπλα στον άντρα της και στα παιδιά της. Έτσι την πάντρεψαν νωρίς - νωρίς, κι αντί να σπείρει τη γνώση στα σχολεία, βρέθηκε να σπέρνει καλαμπόκι στα χωράφια, μαζί με τον παπού μου.


Η μόρφωσή της όμως και το κοφτερό μυαλό της την βοήθησαν και την γλύτωσαν από πολλές δύσκολες καταστάσεις, ειδικά στην περίοδο του πολέμου και της Κατοχής και είχε το σεβασμό όλων των συγχωριανών της.

Φρόντισε μάλιστα να πάρουν τα περισσότερα από τα παιδιά της Αρχαία Ελληνικά ονόματα, κι έτσι ζούσε μέσα σε μια οικογένεια όπου ο Σωκράτης, ο Αριστοκλής και η Ιφιγένεια είχαν καθημερινά τη θέση τους στο φτωχικό τραπέζι. 

Η αγάπη της για τα γράμματα πέρασε στα παιδιά της, που κι αυτά όμως έτυχε να ζήσουν σε δύσκολους για την Ελλάδα καιρούς, κι έπρεπε αντί να σπουδάσουν, να μπουν γρήγορα στον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση.
 
Αυτή η γιαγιά, που έμαθα να την θαυμάζω μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα μου, αυτήν λοιπόν ήταν για μένα πρότυπο και ιδανικό. Κι αν σήμερα, είμαι η μόνη στην οικογένεια που ασκώ το επάγγελμα της δασκάλας, το χρωστάω εν μέρει σ' εκείνη. Έκανα πρώτα το δικό της όνειρο, δικό μου, και μετά το έκανα πραγματικότητα. 

Ελπίζω να είναι ευχαριστημένη από εκεί ψηλά που με κοιτάζει, παρέα με το Σωκράτη, τον Αριστοκλή και την Ιφιγένεια.
 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Σοφρίτο από την Κέρκυρα



Σοφρίτο από την Κέρκυρα

"Βράσε ρύζι" μου είπε η Έλενα προχτές και μου θύμισενα φτάξω το σοφρίτο από την Κέρκυρα, που πολύ το αγαπάμε όλοι οικογενειακώς. Ζήσαμε δυο χρόνια στην Κέρκυρα κι από εκεί μου έχουν μείνει εικόνες από καταπράσινες ακρογιαλιές, πολύχρωμα χωριά, βόλτες στα καντούνια και στο Λιστόν, μα πάνω απ'όλα υπέροχα, μοσχομυριστά φαγητά. Παστιτσάδο, Σοφρίτο, Μπουρδέτο, Τσιγαρίδια.... Ακόμη και στο πιτόγυρο της Κέρκυρας, πάνω από το τζατζίκι ρίχνουν μια κουταλιά σάλτσα από παστιτσάδο! Το σοφρίτο το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή και για μας τους τέσσερεις που τρώμε σαν πουλάκια..... (λέμε τώρα!!!!) χρειαζόμαστε:

1 κιλό ψαχνό μοσχάρι κομμένο σε φέτες πάχους περίπου 1 εκ.
5 κουταλιές της σούπας κοφτές αλεύρι
Αλάτι – πιπέρι
½ φλιτζάνι τσαγιού λάδι
4 κουταλιές της σούπας ξίδι &
1 ποτηράκι του κρασιού νερό
2-3 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο
μερικά φυλαρράκια δεντρολίβανο
1 κουταλιά της σούπας ψιλοκομμένο μαϊντανό

Ανακατεύουμε το αλεύρι, 2 κουταλάκια του τσαγιού κοφτά αλάτι και λίγο πιπέρι. Αλευρώνουμε το κρέας.
Ζεσταίνουμε σε αντικολλητικό τηγάνι το λάδι και κοκκινίζουμε λίγες-λίγες τις φέτες του κρέατος και από τις δύο πλευρές. Τις βάζουμε σε κατσαρόλα (ή χύτρα ταχύτητας). Ρίχνουμε στο λάδι του τηγανιού το νερό και το ξίδι, το σκόρδο, το δεντρολίβανο και το μαϊντανό. Μόλις αρχίσει να βράζει το μίγμα, περιχύνουμε το κρέας στην κατσαρόλα. Την σκεπάζουμε και αφήνουμε το κρέας να σιγοβράσει για 1 ώρα και 45 λεπτά (55΄ αν είναι στη χύτρα). Αν χρειαστεί προσθέτουμε λίγο νερό για να μην πήξει πολύ η σάλτσα και κολλήσει στην κατσαρόλα. Η μυρωδιά του ξιδιού και του σκόρδου έχουν εξαφανιστεί και έχει μείνει μόνο η νοστιμιά τους.

Πολλές φορές όταν βιάζομαι παραλείπω εντελώς το αλεύρωμα και το τηγάνισμα. Κοκκινίζω κατευθείαν το κρέας στη χύτρα, ρίχνω τα αρωματικά και το ξιδόνερο και αφήνω να βράσει. Μόλις είναι έτοιμο, δένω λίγο το ζουμί με κορν φλάουρ και είμαι έτοιμη. 

Σερβίρω με πατάτες τηγανητές ή ρύζι, αλλά μου αρέσει και πάνω σε πουρέ με τη νόστιμη σαλτσούλα
του.

Τραγουδάω λίγο αλά Ρένα "Κέρκυρα με το Ποντικονήσι" και εβίβα!


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Κυριακάτικο Ξύπνημα




Κυριακάτικο ξύπνημα με την καμπάνα της εκκλησίας. Το καλό άσπρο φουστανάκι, ο βαφτιστικός σταυρός, άσπρα σοσόνια  χωμένα σε άσπρα παπουτσάκια, κουμπωτά από του Μούγερ. Σφιχτή αλογοουρά με τεράστιο φιόγκο, φτιαγμένο από την κορδέλα της πασχαλινής λαμπάδας (τίποτε δεν πήγαινε χαμένο) και το μικρό παχουλό χεράκι να κρατάει σφιχτά το τραχύ, δουλεμένο χέρι του μπαμπά. 
Ντιν – νταν η καμπάνα, και δρόμο για την κυριακάτικη λειτουργία.

Θεόρατη μου φαινόταν τότε η εκκλησία, μαρμάρινα σκαλιά, τεράστιες πόρτες, ο τρούλος, τα κεριά. Έτρεχα να φιλήσω τις εικόνες, όπως φιλούσα στο σπίτι τις φωτογραφίες των παππούδων και των θείων. Έτσι δικούς μου ανθρώπους, τους φανταζόμουν και τους αγίους. Ήταν «ψηλά στον ουρανό» μου έλεγαν, αλλά εγώ δεν το πολύ-καταλάβαινα, γιατί όταν κοιτούσα ψηλά δεν έβλεπα τίποτε. Μόνο που τους φανταζόμουν, σαν τον παππού και τη γιαγιά, σε κάποιο μακρινό μέρος, να μας σκέφτονται και να ανησυχούν για μας.

Δεν καταλάβαινα τίποτε από τη θεία λειτουργία, ήμουν-δεν-ήμουν πέντε χρονών, αλλά έκανα πιστά το σταυρό μου όταν έβλεπα και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Από την άλλη, δεν μου άρεσε που έπρεπε να στέκομαι τόση ώρα όρθια, αλλά προτιμούσα να κάθομαι σ’ εκείνες τις μεγάλες ξύλινες καρέκλες που ήταν στολισμένες με σταφύλια και παγώνια και ήταν κολλημένες στον τοίχο. Τι παράξενες καρέκλες που ήταν αυτές! Το κάθισμά τους έμοιαζε με την πόρτα της ντουλάπας, άνοιγε κι έκλεινε. Σηκωνόμουν ή καθόμουν, το ανέβαζα και το κατέβαζα. Αλλά καμιά φορά το βαρύ ξύλο ξέφευγε από τα μικρά μου χέρια κι έπεφτε με πάταγο. «Σσσσς», γυρνούσαν όλοι και με κοιτούσαν επιτιμητικά, κι εγώ ήθελα να βουλιάξω πίσω, να γίνω ένα με την πλάτη της καρέκλας, να με καταπιεί το ξύλο!

Μερικές φορές η λειτουργιά τελείωνε και ούτε που το είχα καταλάβει, άλλες πάλι δεν έλεγε να τελειώσει κι εγώ πείναγα, γιατί έπρεπε να κοινωνήσω και ήμουν νηστική από το προηγούμενο μεσημέρι. Μου άρεσε η «Θεία Κοινωνία» («μεταλαβιά» τη λέγαμε στο σπίτι), ο παππούλης που σου έδινε «χρυσό δοντάκι» - κάθε φορά κοίταγα στο κουταλάκι να βρω το δοντάκι και δεν ήταν εκεί, πάλι κάποιος άλλος το είχε προλάβει!  Όταν γυρνούσα στο σπίτι, έτρεχα στον καθρέφτη και κοίταζα με αγωνία, αλλά μετά από τόσες μεταλήψεις, ούτε ένα χρυσό δόντι δεν είχε φυτρώσει. (Αλλά εκείνος ο γύφτος, που περνούσε από τη γειτονιά κι αντάλλαζε παλιά μπουκάλια με ολοκαίνουργια μανταλάκια της μπουγάδας, ναι, εκείνος είχε δυο χρυσά δόντια μπροστά, όταν άνοιγε το στόμα του. Αυτός λοιπόν, πρέπει να είχε πάρει πολλές μεταλαβιές στη ζωή του!). Μου άρεσε και η γεύση, με γλύκαινε και με ζέσταινε καθώς κυλούσε στο άδειο μου στομαχάκι. Μου είχαν πει πως τη φτιάχνουν από κρασί, κι εγώ πίστευα πως όλα τα κρασιά είναι έτσι γλυκά αφού δεν με άφηναν να πιω  κρασί στο σπίτι. Δοκίμασα λοιπόν μια φορά να πιω κρυφά από το ποτήρι του μπαμπά, έλαχε να είναι ρετσίνα κι αυτό ήταν αρκετό. (Χρόνια αργότερα διάβαζα περιγραφές κρασιών, για λεπτές φρουτώδεις γεύσεις και γήινα αρώματα και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η μυρωδιά και η γεύση της ρετσίνας να με πνίγει.)


 Έξω από την εκκλησία ήταν ένα εικονοστάσι πάνω σε μια μαρμάρινη βάση. Σ’ αυτή τη βάση υπήρχε μια σχισμή που μπορούσες να ρίξεις ένα νόμισμα. «Κλινκ» έκανε το πενηνταράκι όταν έπεφτε μέσα και φανταζόμουν ένα θησαυρό από πενηνταράκια που θα τα έδινα όλα στους φτωχούς και δεν θα πεινούσαν πια. Αφού έκανα το σταυρό μου πάλι, έτρωγα το μικρό μου αντίδωρο και πίσω στο δρόμο για το σπίτι.

Κι ήταν μια ανηφόρα ατελείωτη αλλά την ανέβαινα με χαρά χωρίς να το καταλαβαίνω γιατί στο σπίτι μας περίμενε η μαμά που μαγείρευε. Το ραδιόφωνο άνοιγε για να ακούμε τις κυριακάτικες εκπομπές με τραγούδια. Ο μπαμπάς καθόταν να διαβάσει την εφημερίδα του και εγώ με την κούκλα μου αγκαλιά έβγαινα στο μπαλκόνι κι απολάμβανα τις μυρωδιές που έβγαιναν απ’ όλες τις κουζίνες της γειτονιάς και το «ψητό της Κυριακής».

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Δωράκι κανείς;

Δωράκι!
Και οι γιορτές καταφθάνουν, και το budget ισχνό...

Κάποτε ήταν της μόδας τα καλαθάκια: σαπουνάκια, πετσετούλες, αρωματάκια, όλα έτοιμα, συσκευασμένα και με τιμή τσιμπημένη.

Ξεχάστε τα!

Πενία τέχνας κατεργάζεται και αυτή είναι η πιο πρωτότυπη ιδέα που έχω δει τελευταία.

Κάντε μια βόλτα σε όποιο κατάστημα ξέρετε ότι αντέχει η τσέπη σας να ψωνίσετε χρήσιμα μικροπράγματα. Μια άδεια γυάλα, λίγο βαμβάκι ή τούλι από παλιά μπομπονιέρα στον πάτο για να ανέβουν τα περιεχόμενα (και να μην φαίνεται άδεια), μια κορδελίτσα και έτοιμη η συσκευασία δώρου. Άσε που με αυτό τον τρόπο είναι όλα τακτοποιημένα και μαζεμένα!

Πολύ με άρεσε!

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Τα "μαγέρικα"

Ποιός δε θυμάται το Θανάση Βέγγο στις "Δουλειές του ποδαριού", ταλαίπωρο γκαρσόνι σε μαγειρείο με ιδιόρρυθμους πελάτες; Ή το Νίκο Σταυρίδη, ερωτευμένο σερβιτόρο κι αντίπαλο με το εξίσου ερωτευμένο αφεντικό του, Βασίλη Αυλωνίτη, στο "Κορόιδο Γαμπρέ";

Αγαπημένο σκηνικό στις ταινίες της δεκαετίας του '60, τα μαγειρεία ή "μαγέρικα" στην καθημερινή γλώσσα της βιοπάλης. Τα τραπέζια με τα καρώ τραπεζομάντηλα, άσπρα πιάτα και χαμηλά χοντρά ποτήρια.
Τοίχοι βαμένοι με λαδομπογιά, στολισμένοι με διαφημίσεις μπύρας και τσιγάρων. Και τα γκαρσόνια, ανάλογα με την περίοδο, άλλες φορές με κοντό άσπρο σακάκι ή με μακριά άσπρη ποδιά. Τα πιάτα έμπαιναν σπάνια σε δίσκους για το σερβίρισμα αφού τις περισσότερες φορές αφήνονταν στις "ζογκλερικές" ικανότητες των γκαρσονιών, που ισορροπούσαν στοίβες ολόκληρες στο ένα μπράτσο.

Ο αναλφαβητισμός έκανε την ανάγνωση του καταλόγου περιττή και ο σερβιτόρος μπορούσε να σου απαγγείλει όλα τα φαγητά της ημέρας. Μερικές φορές αυτό έδινε και στον πιο φτωχό πελάτη την ικανοποίηση του ότι θα μπορούσε να παραγγείλει οποιοδήποτε φαγητό του άρεσε, άσχετα αν στο τέλος κατέληγε με μια σκέτη από γιουβέτσι ή μια φασολάδα!

Και τι δεν είχε αυτός ο κατάλογος! Φαγητό (σαν) σπιτικό, πολλές φορές μάλιστα - ας όψεται η φτώχεια - φαγητό που δεν το έβλεπες ούτε στο σπίτι σου: Φασολάκια, μπριάμ, γιουβέτσι (και σκέτο, δηλαδή μόνο το κριθαράκι), φασολάδα, φακές, πατάτες γιαχνί...
Για πιο ισχυρά βαλάντια, αρνάκι με πατάτες, φρικασέ, κεφτέδες και φυσικά... μακαρόνια σε όλες τους τις εκδοχές, σκέτα με τυράκι, με σάλτσα ντομάτα, με κιμά, και το βασιλιά όλων : το παστίτσιο!

Τα μαγειρεία λειτουργούσαν κυρίως τις μεσημεριανές ώρες, προσφέροντας μια γρήγορη λύση στους πεινασμένους εργαζόμενους, εργένηδες, ταξιδιώτες. Γι' αυτό άλλωστε τα εύρισκες κοντά στις κεντρικές αγορές ή κοντά σε σταθμούς τρένων ή του ΚΤΕΛ. Στεγασμένα στο ισόγειο ή το υπόγειο παλιών κτιρίων, τραβούσαν κυριολεκτικά από τη μύτη τους πελάτες τους, με τις γαργαλιστικές τους μυρωδιές. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα "πατσατζίδικα", που ακόμη και σήμερα προσφέρουν ζεστή σούπα πατσά ή βραστού, στους ξενύχτηδες ή τους πολύ πρωινούς τύπους.

Το μαγειρείο πρόσφερε την πιο κοντινή έκδοση του σπιτικού φαγητού, με το αντίτιμό του φυσικά. Παρ' όλα αυτά, οι τιμές ήταν αρκετά χαμηλές ενώ στους σταθερούς πελάτες μπορούσαν να κάνουν και ευκολίες στη πληρωμή, κρατώντας "τεφτέρι", περιμένοντας στο τέλος της εβδομάδας να πληρωθούν μετά την είσπραξη του μεροκάματου.

Οι μάγειροι είτε μαθήτευαν από μικροί κοντά σε άλλους μεγαλύτερους, ξεκινώντας από τη βαριά λάντζα των τεράστιων κατσαρολικών, είτε πολλές φορές μάθαιναν την τέχνη τους όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στα στρατιωτικά μαγειρεία. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις, επιστράτευαν μικρούς και μεγάλους, γιαγιάδες, μαμάδες κι εγγόνια για τη λειτουργία τους.

Σήμερα που τα πιτόγυρα, οι πίτσες και τα ντελίβερι κυριαρχούν, τα γνήσια μαγειρεία σιγά - σιγά χάνονται. Αξίζει όμως τον κόπο να ψάξεις να τα βρεις αφού προσφέρουν ζεστό "μαμαδίστικο" φαγητό σε πολύ καλές τιμές.


φίλ.π.γ. : " λ.μ. ": " Το γνήσιο μαγειριό της Ηπείρου" Έρευνα της Χρύσα...


φίλ.π.γ. : " λ.μ. ": " Το γνήσιο μαγειριό της Ηπείρου" Έρευνα της Χρύσα...: Το γνήσιο μαγειριό της Ηπείρου ..... .... Έρευνα της Χρύσας Παραδείση και αφιέρωμα του περιοδικού " ΓΥΝΑΙΚΑ " στην κουζίνα της ...

"Κόκκινα" Γιουβαρλάκια

Κόκκινα Γιουβαρλάκια
Ελάχιστοι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας καταφέρνουν να γνωρίσουν εκείνα τα φαγητά που μας κάνουν να ορκιζόμαστε στην "κουζίνα της μαμάς".

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα γιουβαρλάκια, τόσο γνωστό σε μας αλλά τόσο άγνωστο στους ξένους, αφού λίγες φορές καταφέρνουν να φθάσουν στα τουριστικά εστιατόρια.

Πότε με τη μορφή σούπας, πότε με πλούσια, πηχτή σάλτσα αυγολέμονο, είναι μια αγαπημένη σταθερή αξία στην ελληνική σπιτική κουζίνα. Μου αρέσουν πολύ στην έκδοση με το πηχτό αυγολέμονο - έτσι άλλωστε τα μαγείρευε και η μαμά μου - γι' αυτό μου αρέσει να αποδίδω φόρο τιμής στην μαγειρική της, πολλές φορές μέσα στο χειμώνα.

Παρ' όλ' αυτά, είμαι τόσο φανατική οπαδός αυτού του πιάτου (και γενικά των κιμάδων) που δεν μου έφτανε να τα τρώω μόνο το χειμώνα. Έτσι πειραματίστηκα με αυτή την εναλλακτική καλοκαιρινή λύση, χρησιμοποιώντας φρέσκια ντομάτα και κύμινο. Το αποτέλεσμα είναι ένα πάντρεμα ανάμεσα στα γιουβαρλάκια και τα σουτζουκάκια που μας κάνει να σκουπίζουμε κυριολεκτικά τα πιάτα μας με αμέτρητες φέτες ψωμιού (πολύ κακό για δίαιτα, αλλά ποιός νοιάζεται...)

Νομίζω λοιπόν ότι θα σας αρέσει αυτή η συνταγή που είναι πολύ πιο εύκολη εφ' όσον δεν χρειάζεται το απαιτητικό αυγολέμονο.

- 750 γραμμάρια κιμά
- 1 φλιτζάνι ρύζι για σούπα
- 1 κρεμμύδι ψιλοκομμένο
- 1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι
- 1/4 κουτ. του γλυκού κύμινο
- 1 λιωμένη σκελίδα σκόρδου
- 1/2 φλιτζάνι κρασί
- 3 ώριμες ψιλοκομμένες ντομάτες ή ένα κουτί πασάτα 500 γραμμαρίων
- από μια πρέζα : τριμένο πιπέρι, κανέλλα σκόνη και γαρύφαλλο σκόνη
- 1/2 φλιτζάνι λάδι
- 1 φύλλο δάφνης

Σε μια λεκάνη ζυμώνουμε τον κιμά, το ρύζι, το κρεμμύδι, το σκόρδο, το κύμινο, το μισό λάδι, το κρασί και το αλάτι. Αφήνουμε να ξεκουραστεί το μίγμα σκεπασμένο στο ψυγείο για 1 ώρα.

Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε το υπόλοιπο λάδι, 4 φλιτζάνια νερό, τη ντομάτα και αφήνουμε να πάρει βράση. Προσθέτουμε αλάτι και πιπέρι, γαρύφαλλο, κανέλλα και το φύλλο δάφνης.

Χαμηλώνουμε τη φωτιά σε μέτρια θερμοκρασία για να μην διαλυθούν τα γιουβαρλάκια, πλάθουμε μπαλλάκια σε μέγεθος καρυδιού από το μίγμα και τα ρίχνουμε προσεκτικά στο ζωμό που βράζει.

Σκεπάζουμε την κατσαρόλα και αφήνουμε να σιγοβράσουν μέχρι να χυλώσει το ρύζι και να πήξει πολύ ελαφρά ο ζωμός. Επειδή το φτιάχνω στη χύτρα ταχύτητας, συνήθως είναι έτοιμα σε 20΄ λεπτά.

Και πάντα όταν τα μαγειρεύω στο σπίτι και με ρωτάνε τι φαγητό έχουμε, θυμάμαι μια αγαπημένη σκηνή από τον Ελληνικό Κινηματογράφο, στο "Ο τρελλός τά'χει 400" :

- "Τι φαγητό έχουμε;", ρωτάνε την αιώνια υπηρέτρια Δέσποινα Στυλιανοπούλου.
- "Γιουβαρλάκια", απαντάει εκείνη.
- "Όου, γιουβάρλακος", απαντάει και ο "Εγγλέζος" Αλέκος Τζανετάκος!

Μπορείτε να δείτε τη συνταγή και στο Αγγλικό μου μπλογκ : "Red" Giouvarlakia

Καλή Επιτυχία και Καλή σας Όρεξη!

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Το "γλυκό κυδώνη" της μαμάς

Είναι η πρώτη μου ανάμνηση από γλυκό του κουταλιού. Το γυάλινο βάζο με το κόκκινο γλυκό, το απαραίτητο κέρασμα σε κάθε επίσκεψη. Σερβιρισμένο σε μικρό πιατάκι του γλυκού πάνω στο πλεχτό ή κεντητό σεμέν, στον ασημένιο δίσκο, δίπλα στο "καλό" ποτήρι γεμάτο με νερό. Κι έπρεπε να έχεις μάτι εκπαιδευμένο στο σερβίρισμα, να βάζεις τη σωστή ποσότητα, ούτε λειψό και τσιγκούνικο αλλά ούτε ξεχειλισμένο να τρέχουν τα σιρόπια.

Συντηρημένο καλά στη ζάχαρη του, έβγαζε ασπροπρόσωπες τις νοικοκυρές σε όλες τις περιστάσεις. Και τον υπόλοιπο καιρό, το βάζο έμενε κλειδωμένο στο ντουλάπι για να γλυτώνει από τις λιχούδικες επιδρομές μικρών και μεγάλων.

Για χρόνια ολόκληρα μετά το γάμο μου δεν είχε χρειαστεί να το φτιάξω μόνη μου. Δεν ήξερα ούτε καν πότε γίνονταν τα κυδώνια. Η μανούλα μου φρόντιζε να με εφοδιάζει τακτικά. Όταν την έχασα, το γλυκό ήταν το τελευταίο πράγμα που είχα μέσα στο μυαλό μου. Κι όμως, εκεί που έκανα το καθάρισμα στο παλιό σπίτι, βρήκα το χαρτάκι με τη συνταγή.
Τα περίεργα μακρόστενα γράμματά της με την αναλογία και με λακωνικές οδηγίες πάνω σε ένα σχισμένο κομάτι από τετράδιο.
Από όλα τα πράγματα που άφησε πίσω της, αυτό το χαρτάκι είναι το μόνο που μου τη θυμίζει πιο έντονα. Να λοιπόν και η συνταγή όπως τη βρήκα:

"- 1 κιλό καθαρισμένο κυδώνη
- 1 κιλό ζάχαρη
- 1 1/2 φλιτζάνη νερό
- 1 κλωνάρι αρμπαρόριζα

Κόβουμε το κυδώνη σε μικρά κομμάτια. Τα βάζουμε με ζάχαρη στην κατσαρόλα. Αφήνουμε όλη τη νύχτα. Ρίχνουμε το νερό, την αρμπαρόριζα και βράζουμε. Ξαφρίζουμε τη ζάχαρη. Όταν δέσει, ρίχνουμε ένα κουταλάκι λεμόνι."

Προσπαθώ να φτιάχνω κάθε χρόνο αλλά είναι πολύ μπελαλίδικο, μιας και τα κυδώνια είναι σκληρά και είναι δύσκολο να τα ψιλοκόψεις. Επίσης σε μένα δεν γίνεται ποτέ κόκκινο αλλά κεχριμπαρένιο. Ούτε το προσφέρω σαν κέρασμα, δεν προλαβαίνω. Βλέπετε τώρα πια δεν κλειδώνουμε τα γλυκά στο ντουλάπι κι έτσι εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ.

Θα συνεχίσω και με άλλες αγαπημένες συνταγές αργότερα. Καληνύχτα και να θυμάστε τις μανούλες σας...


Γλυκόπικρη αίσθηση

Κάθε μέρα που περνά ακουμπάει πάνω μου η σκόνη του χρόνου. Κάθε μέρα που περνά γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ανασύρω μνήμες που κάποτε ήταν τόσο ζωντανές.  Μνήμες που άφησαν πίσω τους μια γλυκόπικρη αίσθηση και ένα μικρό χαμόγελο να τις συνοδεύει. Άνθρωποι που πέρασαν, εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, ακούσματα.
 Κρυμένες μέσα στα συρτάρια οι μνήμες. Κάτω από μια πετσέτα βρίσκω το πλεχτό σεμέν της μαμάς, στο βάθος του κομοδίνου μια φωτογραφία από μια παλιά εκδρομή στα Μετέωρα και πίσω από τη θήκη με τα μαχαιροπήρουνα, ένα μικρό χαρτάκι με τον περίεργο χαρακτήρα της μανούλας μου και τις αναλογίες για "γλυκό κυδώνη".
Κι έρχονται όλα ξανά στο νου σαν χείμαρρος που με κατακλύζει.
Όλα αυτά λοιπόν, που θέλω να θυμάμαι με πολλή αγάπη, νοσταλγία και στρογγυλεμένες γωνίες από το πέρασμα του χρόνου, όλα αυτά θέλω να γράψω εδώ. Και να περάσω καλά. Κι όποιος θέλει να τα διαβάσει, ευπρόσδεκτος.