Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Σοφρίτο από την Κέρκυρα



Σοφρίτο από την Κέρκυρα

"Βράσε ρύζι" μου είπε η Έλενα προχτές και μου θύμισενα φτάξω το σοφρίτο από την Κέρκυρα, που πολύ το αγαπάμε όλοι οικογενειακώς. Ζήσαμε δυο χρόνια στην Κέρκυρα κι από εκεί μου έχουν μείνει εικόνες από καταπράσινες ακρογιαλιές, πολύχρωμα χωριά, βόλτες στα καντούνια και στο Λιστόν, μα πάνω απ'όλα υπέροχα, μοσχομυριστά φαγητά. Παστιτσάδο, Σοφρίτο, Μπουρδέτο, Τσιγαρίδια.... Ακόμη και στο πιτόγυρο της Κέρκυρας, πάνω από το τζατζίκι ρίχνουν μια κουταλιά σάλτσα από παστιτσάδο! Το σοφρίτο το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή και για μας τους τέσσερεις που τρώμε σαν πουλάκια..... (λέμε τώρα!!!!) χρειαζόμαστε:

1 κιλό ψαχνό μοσχάρι κομμένο σε φέτες πάχους περίπου 1 εκ.
5 κουταλιές της σούπας κοφτές αλεύρι
Αλάτι – πιπέρι
½ φλιτζάνι τσαγιού λάδι
4 κουταλιές της σούπας ξίδι &
1 ποτηράκι του κρασιού νερό
2-3 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο
μερικά φυλαρράκια δεντρολίβανο
1 κουταλιά της σούπας ψιλοκομμένο μαϊντανό

Ανακατεύουμε το αλεύρι, 2 κουταλάκια του τσαγιού κοφτά αλάτι και λίγο πιπέρι. Αλευρώνουμε το κρέας.
Ζεσταίνουμε σε αντικολλητικό τηγάνι το λάδι και κοκκινίζουμε λίγες-λίγες τις φέτες του κρέατος και από τις δύο πλευρές. Τις βάζουμε σε κατσαρόλα (ή χύτρα ταχύτητας). Ρίχνουμε στο λάδι του τηγανιού το νερό και το ξίδι, το σκόρδο, το δεντρολίβανο και το μαϊντανό. Μόλις αρχίσει να βράζει το μίγμα, περιχύνουμε το κρέας στην κατσαρόλα. Την σκεπάζουμε και αφήνουμε το κρέας να σιγοβράσει για 1 ώρα και 45 λεπτά (55΄ αν είναι στη χύτρα). Αν χρειαστεί προσθέτουμε λίγο νερό για να μην πήξει πολύ η σάλτσα και κολλήσει στην κατσαρόλα. Η μυρωδιά του ξιδιού και του σκόρδου έχουν εξαφανιστεί και έχει μείνει μόνο η νοστιμιά τους.

Πολλές φορές όταν βιάζομαι παραλείπω εντελώς το αλεύρωμα και το τηγάνισμα. Κοκκινίζω κατευθείαν το κρέας στη χύτρα, ρίχνω τα αρωματικά και το ξιδόνερο και αφήνω να βράσει. Μόλις είναι έτοιμο, δένω λίγο το ζουμί με κορν φλάουρ και είμαι έτοιμη. 

Σερβίρω με πατάτες τηγανητές ή ρύζι, αλλά μου αρέσει και πάνω σε πουρέ με τη νόστιμη σαλτσούλα
του.

Τραγουδάω λίγο αλά Ρένα "Κέρκυρα με το Ποντικονήσι" και εβίβα!


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Κυριακάτικο Ξύπνημα




Κυριακάτικο ξύπνημα με την καμπάνα της εκκλησίας. Το καλό άσπρο φουστανάκι, ο βαφτιστικός σταυρός, άσπρα σοσόνια  χωμένα σε άσπρα παπουτσάκια, κουμπωτά από του Μούγερ. Σφιχτή αλογοουρά με τεράστιο φιόγκο, φτιαγμένο από την κορδέλα της πασχαλινής λαμπάδας (τίποτε δεν πήγαινε χαμένο) και το μικρό παχουλό χεράκι να κρατάει σφιχτά το τραχύ, δουλεμένο χέρι του μπαμπά. 
Ντιν – νταν η καμπάνα, και δρόμο για την κυριακάτικη λειτουργία.

Θεόρατη μου φαινόταν τότε η εκκλησία, μαρμάρινα σκαλιά, τεράστιες πόρτες, ο τρούλος, τα κεριά. Έτρεχα να φιλήσω τις εικόνες, όπως φιλούσα στο σπίτι τις φωτογραφίες των παππούδων και των θείων. Έτσι δικούς μου ανθρώπους, τους φανταζόμουν και τους αγίους. Ήταν «ψηλά στον ουρανό» μου έλεγαν, αλλά εγώ δεν το πολύ-καταλάβαινα, γιατί όταν κοιτούσα ψηλά δεν έβλεπα τίποτε. Μόνο που τους φανταζόμουν, σαν τον παππού και τη γιαγιά, σε κάποιο μακρινό μέρος, να μας σκέφτονται και να ανησυχούν για μας.

Δεν καταλάβαινα τίποτε από τη θεία λειτουργία, ήμουν-δεν-ήμουν πέντε χρονών, αλλά έκανα πιστά το σταυρό μου όταν έβλεπα και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Από την άλλη, δεν μου άρεσε που έπρεπε να στέκομαι τόση ώρα όρθια, αλλά προτιμούσα να κάθομαι σ’ εκείνες τις μεγάλες ξύλινες καρέκλες που ήταν στολισμένες με σταφύλια και παγώνια και ήταν κολλημένες στον τοίχο. Τι παράξενες καρέκλες που ήταν αυτές! Το κάθισμά τους έμοιαζε με την πόρτα της ντουλάπας, άνοιγε κι έκλεινε. Σηκωνόμουν ή καθόμουν, το ανέβαζα και το κατέβαζα. Αλλά καμιά φορά το βαρύ ξύλο ξέφευγε από τα μικρά μου χέρια κι έπεφτε με πάταγο. «Σσσσς», γυρνούσαν όλοι και με κοιτούσαν επιτιμητικά, κι εγώ ήθελα να βουλιάξω πίσω, να γίνω ένα με την πλάτη της καρέκλας, να με καταπιεί το ξύλο!

Μερικές φορές η λειτουργιά τελείωνε και ούτε που το είχα καταλάβει, άλλες πάλι δεν έλεγε να τελειώσει κι εγώ πείναγα, γιατί έπρεπε να κοινωνήσω και ήμουν νηστική από το προηγούμενο μεσημέρι. Μου άρεσε η «Θεία Κοινωνία» («μεταλαβιά» τη λέγαμε στο σπίτι), ο παππούλης που σου έδινε «χρυσό δοντάκι» - κάθε φορά κοίταγα στο κουταλάκι να βρω το δοντάκι και δεν ήταν εκεί, πάλι κάποιος άλλος το είχε προλάβει!  Όταν γυρνούσα στο σπίτι, έτρεχα στον καθρέφτη και κοίταζα με αγωνία, αλλά μετά από τόσες μεταλήψεις, ούτε ένα χρυσό δόντι δεν είχε φυτρώσει. (Αλλά εκείνος ο γύφτος, που περνούσε από τη γειτονιά κι αντάλλαζε παλιά μπουκάλια με ολοκαίνουργια μανταλάκια της μπουγάδας, ναι, εκείνος είχε δυο χρυσά δόντια μπροστά, όταν άνοιγε το στόμα του. Αυτός λοιπόν, πρέπει να είχε πάρει πολλές μεταλαβιές στη ζωή του!). Μου άρεσε και η γεύση, με γλύκαινε και με ζέσταινε καθώς κυλούσε στο άδειο μου στομαχάκι. Μου είχαν πει πως τη φτιάχνουν από κρασί, κι εγώ πίστευα πως όλα τα κρασιά είναι έτσι γλυκά αφού δεν με άφηναν να πιω  κρασί στο σπίτι. Δοκίμασα λοιπόν μια φορά να πιω κρυφά από το ποτήρι του μπαμπά, έλαχε να είναι ρετσίνα κι αυτό ήταν αρκετό. (Χρόνια αργότερα διάβαζα περιγραφές κρασιών, για λεπτές φρουτώδεις γεύσεις και γήινα αρώματα και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η μυρωδιά και η γεύση της ρετσίνας να με πνίγει.)


 Έξω από την εκκλησία ήταν ένα εικονοστάσι πάνω σε μια μαρμάρινη βάση. Σ’ αυτή τη βάση υπήρχε μια σχισμή που μπορούσες να ρίξεις ένα νόμισμα. «Κλινκ» έκανε το πενηνταράκι όταν έπεφτε μέσα και φανταζόμουν ένα θησαυρό από πενηνταράκια που θα τα έδινα όλα στους φτωχούς και δεν θα πεινούσαν πια. Αφού έκανα το σταυρό μου πάλι, έτρωγα το μικρό μου αντίδωρο και πίσω στο δρόμο για το σπίτι.

Κι ήταν μια ανηφόρα ατελείωτη αλλά την ανέβαινα με χαρά χωρίς να το καταλαβαίνω γιατί στο σπίτι μας περίμενε η μαμά που μαγείρευε. Το ραδιόφωνο άνοιγε για να ακούμε τις κυριακάτικες εκπομπές με τραγούδια. Ο μπαμπάς καθόταν να διαβάσει την εφημερίδα του και εγώ με την κούκλα μου αγκαλιά έβγαινα στο μπαλκόνι κι απολάμβανα τις μυρωδιές που έβγαιναν απ’ όλες τις κουζίνες της γειτονιάς και το «ψητό της Κυριακής».

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Δωράκι κανείς;

Δωράκι!
Και οι γιορτές καταφθάνουν, και το budget ισχνό...

Κάποτε ήταν της μόδας τα καλαθάκια: σαπουνάκια, πετσετούλες, αρωματάκια, όλα έτοιμα, συσκευασμένα και με τιμή τσιμπημένη.

Ξεχάστε τα!

Πενία τέχνας κατεργάζεται και αυτή είναι η πιο πρωτότυπη ιδέα που έχω δει τελευταία.

Κάντε μια βόλτα σε όποιο κατάστημα ξέρετε ότι αντέχει η τσέπη σας να ψωνίσετε χρήσιμα μικροπράγματα. Μια άδεια γυάλα, λίγο βαμβάκι ή τούλι από παλιά μπομπονιέρα στον πάτο για να ανέβουν τα περιεχόμενα (και να μην φαίνεται άδεια), μια κορδελίτσα και έτοιμη η συσκευασία δώρου. Άσε που με αυτό τον τρόπο είναι όλα τακτοποιημένα και μαζεμένα!

Πολύ με άρεσε!